μεσοβασιλείας

μεσοβασιλείας
μεσοβασιλείᾱς , μεσοβασιλεία
interregnum
fem acc pl
μεσοβασιλείᾱς , μεσοβασιλεία
interregnum
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Georg I. (Griechenland) — König Georg I. von Griechenland Georg I. (* 24. Dezember 1845 in Kopenhagen; † 5. Märzjul./ 18. März 1913greg. in Thessaloniki), geborener Prinz Wilhelm von Schleswig Holstein Sonder …   Deutsch Wikipedia

  • Δεκεμβριστές — Ονομασία που αποδίδεται σε όσους έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1825 στην Αγία Πετρούπολη και στη νότια Ρωσία. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίστηκαν επίσης και τα μέλη των μυστικών ενώσεων που είχαν προετοιμάσει τα γεγονότα …   Dictionary of Greek

  • μεσοβασιλεύς — μεσοβασιλεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που ασκεί τη βασιλική εξουσία κατά το διάστημα τής μεσοβασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + βασιλεύς] …   Dictionary of Greek

  • ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • Αραγονία — (Aragόn). Διοικητική περιφέρεια (επίσημα, αυτόνομη περιοχή) και πρώην βασίλειο (47.720 τ. χλμ., 1.199.753 κάτ. το 2001) της Ισπανίας που αποτελείται από τρεις επαρχίες: Ουέσκα, Τερουέλ και Σαραγόσα. Καθεμία από αυτές τις επαρχίες έχει πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Αύθαρις — (;–Παβία 590 μ.Χ.). Τρίτος βασιλιάς των Λογγοβαρδών. Το 584 διαδέχτηκε τον πατέρα του Κλήφιν ύστερα από δέκα χρόνια μεσοβασιλείας. Η εκλογή του οφείλεται ίσως στον μεγάλο κίνδυνο που δημιούργησε η επιθετική συμμαχία των Φράγκων με τους… …   Dictionary of Greek

  • Γρίβας, Δημήτριος — (1829 – Παρίσι 1889). Στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν γιος του εθνικού αγωνιστή Θεοδωράκη Γρίβα (βλ. λ.) και εγγονός της Μπουμπουλίνας. Σπουδαστής της Σχολής Ευελπίδων, διώχθηκε μαζί με τους συμμαθητές του, όταν έκλεισε η σχολή εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Κορωναίος, Πάνος — (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1899). Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Αρχικά φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην ηπειρωτική Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό υπό τις διαταγές του Ρόδιου. Συμμετείχε και… …   Dictionary of Greek

  • πάπυροι μαθηματικού — Μαθηματικά έργα της αρχαίας Αιγύπτου, που διασώθηκαν. Χρονολογούνται από την περίοδο της Μεσοβασιλείας (21ος αι. 18ος αι. π.Χ.). Οι περιφημότεροι π.μ. είναι ο πάπυρος Rhind (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο) και ο πάπυρος Μόσχας (Μουσείο Καλών Τεχνών Α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”